ξέζωστος

ξέζωστος
η , ο неопоясанный; не имеющий пояса; не надевший пояс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξέζωστος" в других словарях:

  • ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος …   Dictionary of Greek

  • ανάζωστος — (I) η, ο [αναζώνω] αυτός που έχει ζωστεί ψηλά. (II) η, ο αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + ζωστός] …   Dictionary of Greek

  • ξεζωνάτος — η, ο (Μ ξεζωνάτος και ἐξεζωνάτος, η, ον και ξεζώνατος, η, ον) αυτός που δεν φορά ζώνη, ξέζωστος μσν. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζωνάτος (< ζώνη). Ο τ. ξεζώνατος αναλογικά προς τα πολλά προπαροξύτονα στερ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»